- επιτολμώ
- ἐπιτολμῶ, -άω (Α)1. υπομένω, δείχνω καρτερία («σοὶ δ’ ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν», Ομ. Οδ.)2. τολμώ, διακινδυνεύω3. (με δοτ.) επιχειρώ, αποτολμώ («ἐπετόλμησε τῇ διαβάσει», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτολμῶ — ἐπιτολμάω submit pres imperat mp 2nd sg ἐπιτολμάω submit pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐπιτολμάω submit pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐπιτολμάω submit pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐπιτολμάω submit pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)